- λικμητηρίς
- λικμ-ητηρίς, ίδος, ἡ, = foreg., Poll. 1.245.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λικμητηρίς — λικμητηρίς, ίδος, ἡ (Α) [λικμητήρ] λικμητήριο, λιχνιστήρι … Dictionary of Greek
λικμητηρίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)